-
1 Θωμάς
Θωμάς οФома –1) имя некоторых святых Православной Церкви. Одним из наиболее почитаемых является Апостол Фома, один из двенадцати учеников Христа;ΦΡ.Этим.< Θωμάς < арам. Teoma «близнец» -
2 άπιστος
άπιστος, -η, -οневерующий, неверный;ΦΡ.Этим.< α- (отриц. приставка) + πίστη «вера» -
3 άπιστος
η, ο [ος, ον ]1) неверующий; 2) подозрительный; недоверчивый; 3) неверный;άπιστη γυναίκα — неверная жена;
4) вероломный, коварный;§ άπιστος Θωμάς — Фома неверный
См. также в других словарях:
άπιστος — η, ο επίρρ. α 1. δύσπιστος, καχύποπτος: Άσ τον αυτόν, είναι άπιστος Θωμάς. 2. αυτός που δεν πιστεύει στο Θεό: Ήταν άπιστος ο ίδιος και ζητούσε να κάνει κι άλλους. 3. αυτός που δεν είναι πιστός στις υποχρεώσεις του, δόλιος: Αποδείχτηκε άπιστος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θωμάς — ο 1. κύριο όνομα. 2. άπιστος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)